Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

Για σένα


εσύ είσαι το πριν, το τώρα, το μετά 
εσύ είσαι τα πάντα και τα πάντα είσαι εσύ
εσύ όταν θες πονάω, εσύ όταν θες γελώ
εσύ εσύ και μόνο εσύ


όλα τώρα πάνε εκεί που πας,
ο κόσμος όλος και το σύμπαν, 
και τ αστέρια εκεί που πας πηγαίνουν
για σένα φτιάχτηκε η θάλασσα, για σένα κι η στεριά
και τα λουλούδια στα μπαλκόνια
και τα χρώματα στις αυλές
και τα χαμόγελα για σένα φτιάχτηκαν
και οι αμυγδαλιές για σένα ανθίζουν
και τα γιασεμιά για σένα μυρίζουν
κι όλοι οι αγιοι για σένα αγιάζουνε
για σενα προσεύχονται και σε φυλάνε
για σένα



για σένα βγάινει ο ήλιος το πρωί
για σένα και το βράδυ το φεγγάρι
για σένα τραγουδάνε οι γρύλοι και τα τζιτζίκια
για σένα γυρίζει η γη
για σένα ... παιδί μου...παιδιά μας

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Γηράσκω αεί διδασκόμενος


Πολλές φορές θυμάμαι πως ήμουν παιδί, πάντα όπως όλα τα παιδιά ήθελα να μεγαλώσω, και να που μεγάλωσα (ηλικιακά), μέσα μου όμως νιώθω ακόμα παιδί και αυτό το καταλαβαίνω όταν βρίσκομαι στο σχολείο, στο δικό μου περιβάλλον. Από τότε που άρχισα να κάνω μάθημα στα παιδιά αρχίζω να βλέπω αλλιώς τα πράγματα. Προσπαθώ πάντα να τους δείχνω πως πρέπει να είναι σοβαρά, μετρημένα, καλά παιδιά, να κάνουν πάντα αυτο που τους λέω, να είναι υπάκουα και φρόνιμα, να μη μαλώνουν ποτέ το ένα με το άλλο, όταν όμως κάνουν "διαολιές", εγώ τρελένομαι, τα κοιτάω με ένα αυστηρό βλέμμα, όμως μέσα μου θέλω να γελάσω και να συμμετέχω κι εγώ αλλά... "δεν πρέπει".

Τα παιδιά είναι πολύ πιο έξυπνα απ ότι εμείς οι "μεγάλοι" νομίζουμε, αλλά είναι ακόμη αθώα κι αυτό είναι το σημαντικό. Είναι σχεδόν απίθανο να συνδυαστεί η εξυπνάδα και η λογική με την αθωότητα. Το τίμημα του να γίνεσαι όλο και περισσότερο έξυπνος είναι να γίνεσαι όλο και λιγότερο αθώος. Έτσι είναι δυστυχώς για να υπάρχει ισορροπία. Όμως αυτά τα πλασματάκια κάθε μέρα με εκπλήσουν.

Εγώ λοιπόν τους δίνω γνώση, κι αυτά μου δίνουν αθωότητα, είναι μια σχέση ξεχωριστή που μόνο κάποιος που είναι κοντά σε μικρά παιδιά μπορεί να την καταλάβει. Κάθε μεσημέρι όταν το κουδούνι χτυπάει για μέσα, βλέποντας τόσα ματάκια να με κοιτάζουν, ξεχνάω τη μιζέρια και την κακομοιριά αυτού του κόσμου, ξεχνάω την δυστυχία, τους άδικους πολέμους, την κακία, το συμφέρον, την αλαζονία, τη δίψα για χρήματα ( χαρτάκια ) , τον ξεπεσμό. Το να είμαι μαζί τους σε μια αίθουσα είναι σαν να πηγαίνω μια βόλτα στη θάλασσα, έναν περίπατο σε ένα καταπράσινο δάσος, σα να κόβω λουλούδια από έναν τεράστιο μυστικό κήπο, σα να ερωτεύομαι, σα να αγαπάω.

Τα παιδιά μου λένε λοιπόν πως πρέπει να είμαι αληθινή, να μη φοβάμαι να δείξω σε κάποιον ότι τον αγαπάω, ότι τον έχω ανάγκη για να το παίξω "δύσκολη", να είναι η κάθε μου μέρα ένα παιχνίδι με γέλιο αλλά και κλάμα, να κοιτάζω τους ανθρώπους στα μάτια και να μη φοβάμαι να τους πω την αλήθεια, ακόμα κι αν είναι σκληρή, να μην είμαι πάντα υπάκουη, να χαμογελάω συνέχεια ακόμα κι αν δεν βγάζω 3000 Ευρώ το μήνα, να μην τρώω όλο το φαγητό μου, να ενθουσιάζομαι με τα μικρά πράγματα, να βαριέμαι τις πολιτικές συζητήσεις, να εξαρτώμαι από τους ανθρώπους που αγαπώ, να κλαίω όταν δε μ' αγκαλιάζουν, να σιχαίνομαι τα συγγενικά φιλιά :) , να μην καταλαβαίνω τα "πρέπει", να ξυπνάω νωρίς την Κυριακή όχι για να πάω στη δουλειά αλλά για να ζήσω, να λέω πάντα ότι μου έρχεται στο μυαλό χωρίς να με ενδιαφέρει αν θα πω βλακεία, να πιστεύω ότι υπάρχει Άϊ Βασίλης, να μη θέλω να ξυπνήσω τη Δευτέρα "5 λεπτά ακόμα Μαμά, μόνο 5 λεπτά στο υπόσχομαι", να μη σκέφτομαι το θάνατο, να λέω Σ ΑΓΑΠΩ με το παραμικρό και τόσα άλλα....


Έχουν τόσα πολλά ακόμα να μου μάθουν, όμως όσο περνάει ο καιρός ένα πράγμα έχω καταλάβει. Όσο υπάρχουν αυτά τα ματάκια, και αυτά τα αθώα χαμόγελα , ο κόσμος αυτός ίσως να έχει μια ελπίδα.
Σας αγαπώ παιδιά...

Ξύπνα γιαγιά...

Η ρουτίνα είναι μια κατάσταση στην οποία πιστεύουμε ότι τίποτα από όσα περιέχει δε μπορεί να αλλάξει έτσι ξαφνικά και τίποτα δε μπορεί να ανατραπεί. Η δική μου ρουτίνα είναι πολύ κοινή. Ξυπνάω, τρώω πρωινό, πάω στη δουλειά, γυρνάω σπίτι, ξεκουράζομαι,βγαίνω, βλέπω και μιλάω με αγαπημένα πρόσωπα πιστεύοντας ότι τίποτα από αυτά δε μπορεί να αλλάξει όσο εγώ το επιθυμώ, τίποτα δε μπορεί να μου στερήσει αυτές τις στιγμές παρά μόνο η δική μου η θέληση. Μέσα σε αυτή τη ρουτίνα ήξερα ότι όποτε γυρίζω σπίτι, μόλις μπω στη σκάλα στο παράθυρο θα δω πάντα τη γιαγιά να βλέπει τηλεόραση και να μιλάει με τη μάνα μου και τα αδέρφια της. Αύριο το πρωί που θα βγω από το σπίτι, το παράθυρο θα είναι κλειστό, το σπίτι κρύο , σκοτεινό και άδειο, δε θα ακούσω καμία γειτόνισσα να φωνάζει "Καλημέρα κερά Στέλλα" , η μάνα μου δε θα έχει κατέβει κάτω για καφέ, θα είναι ακόμα σπίτι και δεν ξέρω τι θα κάνει. Η δική της ρουτίνα από αύριο θα είναι ένα παρελθόν. Τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο. Ο χρόνος όμως ελπίζω να τη βοηθήσει να φτιάξει μια νέα ρουτίνα.


Η γιαγιά συχνά πήγαινε στο νοσοκομείο λόγω της καρδιάς της, αλλά πάντα το ξεπερνούσε. Έτσι νόμιζα και αυτή τη φορά. Όταν άκουσα τα ξημερώματα το ασθενοφόρο, άνοιξα το παράθυρο, είδα να τη βάζουν μέσα πιστεύοντας ότι όπως πάντα θα γυρίσει πάλι πίσω. Τελικά γύρισε αλλά αυτή τη φορά δεν τη δεχτήκαμε με χαμόγελο αλλά με κλάμα, ήρθε να της πούμε αντίο και μετά να φύγει για πάντα.

Όταν η γιαγιά ζούσε θυμάμαι που μας έλεγε " Άμα πεθάνω να μην κλαίτε γιατί είμαι γριά" . Γιαγιάκα μου, σ ευχαριστώ για όλες τις στιγμές που μοιράστηκες μαζί μου, για κάθε σου ρουτίνα που ήθελε μέσα κι εμένα, για όλες τις αγκαλιές και τα φιλιά που μου έδινες όταν με έβλεπες, για κάθε σου χαμόγελο στην ευτυχία μου, για κάθε σου δάκρυ στη λύπη μου, για όλες τις ιστορίες που μας έχεις πει , κι ας είχες πει την κάθε μία πάνω από 10 φορές, εμείς κάναμε σα να την ακούμε για πρώτη φορά.


Γιαγιάκα μου συγνώμη για κάποιες στιγμές που δε μοιράστηκα μαζί σου, για τη δική μου ρουτίνα που καμιά φορά ήταν τόσο πιεσμένη και με έκανε να σε ξεχνάω, όμως δεν ξέχασα ποτέ να σ αγαπώ και το ξέρεις. Θα θελα να γυρίσω το χρόνο πίσω για να σου πω πόσο σ αγαπάω. Δεν το λέω εύκολα σε κανέναν. Δε θυμάμαι να στο είπα ποτέ...Στο είπα? Δε στο είπα γιαγιά...Γιατί όμως , αφού το ένιωθα?

Θα μου λείψες γιαγιά...

Φθινοπωρινή αμμουδιά


Κι όπως μόνη μου κάθομαι στην αμμουδιά
κι απέναντι μου το τεράστιο θαλασσί
βλέπω τη σκέψη μου να τρέχει μακρυά
εκεί που εσύ χώρια μου βρίσκεσαι

Άραγε πόση απ τη σκέψη μου μπορεί να σε αγγίξει
και πόσο ακόμα η σκέψη αυτή μπορεί να ταξιδεύει;
πάνω από αυτή τη θάλασσα που χρόνια μας χωρίζει
μια θάλασσα ατελείωτη, μια θάλασσα θλιμμένη...

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Αντίο

Μου λένε πρέπει να στο πω το αντίο
έτσι μου λένε
δεν ξέρω τίποτα, δεν αισθάνομαι, δεν καταλαβαίνω
για ποιο αντίο μ έφεραν , για ποιο στερνό φιλί
γέμιζες πάντα με χαρά τα μάτια μου
και τώρα τα γεμίζεις δάκρυα καυτά
και κοίτεσαι εκεί ξαπλωμένος δίχως αύριο
να λαχταρας το αντίο.



Δε θα στο πω ποτέ, δε σου το λεω,
χρωστάς πολλά ακόμα για να φύγεις,
τόσες ακρογιαλιές δεν πάτησες μαζί μου,
παιδιά περίμεναν  να γεννηθούν,
καλοκαίρια θα ρθουν και θα φύγουνε 
περιμένοντας μάταια να τα ζήσεις
τριαντάφυλλα θα ανθίσουν και θα μαραθούν στο μπαλκόνι
δε θα σαι εκεί να τα μυρίσεις
μ αφήνεις σ έναν κόσμο τόσο φωτεινό που δεν τον θέλω πια
διαλέγεις δρόμο σκοτεινό , βουβό να περπατήσεις
παρε με μαζι σου, πάρε με εκεί που πας
κι ας είναι σκοτεινά
οπου κι αν είμαι μαζί σου δε φοβάμαι


αφηναμε τις ώρες να περνάνε άδικα
ειχαμε τοσο  μα τόσο χρόνο να τα ζήσουμε όλα
να τα πούμε όλα
 παντα μετρουσαμε τις μέρες
προσμένοντας κάτι καλύτερο να ρθει 
χάσαμε χρόνο φλογερό, προσμένοντας το χρόνο να περάσει
εκεί ηταν το σήμερα και το αύριο και το χθες
εκεί ήταν οι στιγμές μας
εκεί ήσουν κι εσύ 
μα που είσαι τώρα;
που είσαι να ρθω να στο πω
τωρα τα ξέρω πια του χρόνου τα τερτίπια
ξέρω αν ζήσουμε άλλη μια ζωή
ξέρω πως να φερθούμε

Τι φταις κι εσυ δεν ήξερες
δεν ήθελες να φύγεις
στέρεψε το καντήλι σου κι εμένα έχει ακόμα
κι εγω πρέπει να σου το πω αυτό που περιμένεις
αντίο αγάπη μου γλυκειά
μόνο μη με ξεχάσεις
το αντίο είναι προσωρινό
κάποτε θα βρεθούμε
και τότε δε θα υπάρχει χτες , ούτε αύριο , ούτε τώρα
ο χρόνος δε θα ζει εκεί αφού όλα θα ναι αιώνια
αντιο...













Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

άσε με να γίνω...


Πότε θα σε δω; Πότε θα γυρίσεις;
Mέρες νύχτες σε περιμένω
άσε με να γίνω ο άνθρωπος σου, να είμαι εκεί
όταν βγάζεις φτερά και πετάς ψηλά από χαρά να γίνομαι άνεμος
για να σε ανεβάζω ψηλότερα
στα σύννεφα
κι αν τύχει ποτέ να πέσεις
να είμαι πάλι εκεί για να σε πιάσω,
κι αν δε σε πιάσω, τουλάχιστον
να σου γιατρέψω την πληγή' μα αν η πληγή είναι αγιάτρευτη
να πάρω τον πόνο σου δικό μου και την πληγή να σου φιλήσω
Άσε με να γίνω αστέρι να πέσω
να πεθάνω μόνο για να σου χαρίσω μια ευχή
να γίνω θάλασσα για να σε ταξιδέψω όπου κανείς δε σ έχει πάει
κι αν καμιά φορά φουρτουνιάσω μη με μισήσεις
θάλασσα είμαι.
Aγάπησε με σαν βαρκάρης που χρόνια ζει μαζί και δεν μπορεί μακρυά της
κι εγώ στο ορκίζομαι ποτέ δε θα στερέψω
πάντα θα σε πηγαινοφέρνω χωρίς αντάλλαγμα χωρίς δεύτερη σκέψη
άσε με να γίνω ο ήλιος σου
χαμόγελο να ανατέλλω στην ψυχή σου
κι αν συννεφιά τις μέρες μας σκεπάσει
να ξέρεις κάνε υπομονή, πάντοτε θα γυρίζω
να γίνομαι ορίζοντας στην άκρη των ματιών σου
σ αναζητώ στα χάδια των μαλλιών μου
στα παιχνίδια που κάνει το φως την αυγή
σ αγαπώ
γιατί δεν έρχεσαι;

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009

μια φωτογραφία χίλιες λέξεις...


Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις... Πάνε περίπου 20 χρόνια από τότε που τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία κι όμως μοιάζει σα να ναι χτες. Ήταν μια συνηθισμένη καλοκαιρινή μέρα όπου παίζαμε ανέμελα με την αδερφή μου και την ξαδέρφη μου στο "αμπέλι". Τα ρούχα μας ήταν τόσο πρόχειρα αλλά είμασταν παιδιά γιατί να μας πειράξει;
Τότε όλα ήταν διαφορετικά , δεν υπήρχαν κινητά να σου ζαλίζουν το κεφάλι, δεν ήξερα τι σημαίνει internet , δεν είχα δόντια , η αδερφή μου δεν πόζαρε στο φακό αλλά έβγαινε αυθόρμητη, η ξαδέρφη μου η Άρτα κουρευόταν σαν αγοράκι, η γιαγιά μου ζούσε και χαμογελούσε, η μάνα μου είχε λιγότερες ρυτίδες ίσως και λιγότερες ένοιες, λίγα μέτρα πιο κάτω δεν υπήρχε ούτε το πανεπιστήμιο , ούτε και το νοσοκομείο που χτίστηκε μετά από λίγο, ο δρόμος εκεί δεν είχε άσφαλτο , και γύρω γύρω υπήρχε μόνο το καταπράσινο αμπέλι που αργότερα το έθαψαν μεγάλες μονοκατοικίες, στο μετόχι που περνούσαμε λίγο από τα καλοκαίρια μας το νερό το παίρναμε με βυτίο κάθε 15 μέρες , δεν είχαμε ντεπόζιτο αλλά σαρνίτσι (κάτι σαν πηγάδι) και το να ακούσεις τη μηχανή ενός αυτοκινήτου να περνάει ήταν "είδηση". Οι άνθρωποι δε φοβόντουσαν να δώσουν ένα ποτήρι νερό σε κάποιον ξένο που βρέθηκε στην πόρτα τους με το φόβο μήπως τους κάνει κακό, έτσι βρέθηκε κι αυτός ο ξένος στο μετόχι μας, ζήτησε ένα ποτήρι νερό και σαν αντάλαγμα αποθανάτισε αυτή την μοναδική στιγμή.

Δε θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που μας έβγαλε φωτογραφία αυτός ο άγνωστος τουρίστας, του έδωσε η γιαγιά μου ένα ποτήρι νερό , τον έβαλε να κάτσει στον ίσκιο της κρεβατίνας και μετά του έκοψε και λίγο σταφύλι να φάει. Θυμάμαι πόσο ενθουσιάστηκε από τη γεύση του σταφυλιού όμως όσο κι αν προσπαθώ δε μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπο του, και όσο κι αν θέλω δε μπορώ να καταλάβω πως ακριβώς συνενοήθηκαν με τη μάνα μου και τη γιαγιά μου. Εκείνες δεν ήξεραν ούτε μία αγγλική λέξη κι εκείνος ούτε μια ελληνική. Δε μπορώ με τίποτα να θυμηθώ τον τρόπο που ζήτησε αυτός ο άγνωστος ένα ποτήρι νερό , αλλά ακόμα περισσότερο δε μπορώ να καταλάβω πως συνεννοήθηκαν για το σε ποια διεύθυνση θα μας στείλει τη φωτογραφία , αφού το φιλμ θα το εμφάνιζε μετά που θα γυρνούσε στην πατρίδα του. Είναι τόσο απίστευτο και όμορφο να μιλάς με την καρδιά και όχι με τις λέξεις, να χαμογελάς σε κάποιον και να καταλαβαίνει όσα θέλεις να του πεις αλλά δε μπορείς, ίσως τελικά αυτό να είναι και το πιο σημαντικό που λείπει τώρα , μετά από 20 χρόνια, που μιλάμε συνέχεια χωρίς να μπορούμε να συνεννοηθούμε.

Τι άλλαξε;

Τι να κάνει αυτός ο άνθρωπος τώρα; Κρίμα που δε μπορώ να του πω ευχαριστώ τώρα που ξέρω να μιλάω αγγλικά, αν και θα του το είπε σίγουρα η μάνα μου και η γιαγιά μου τότε :)